- ἀντωμοσία
- ἀντωμοσίᾱ , ἀντωμοσίαoathfem nom/voc/acc dualἀντωμοσίᾱ , ἀντωμοσίαoathfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντωμοσία — ἀντωμοσία, η (Α) [αντόμνυμι] όρκος ή γραπτή ένορκη βεβαίωση από τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο στην αρχή της διαδικασίας … Dictionary of Greek
ἀντωμοσίᾳ — ἀντωμοσίαι , ἀντωμοσία oath fem nom/voc pl ἀντωμοσίᾱͅ , ἀντωμοσία oath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωμοσίας — ἀντωμοσίᾱς , ἀντωμοσία oath fem acc pl ἀντωμοσίᾱς , ἀντωμοσία oath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωμοσίαι — ἀντωμοσία oath fem nom/voc pl ἀντωμοσίᾱͅ , ἀντωμοσία oath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωμοσίαν — ἀντωμοσίᾱν , ἀντωμοσία oath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АНТОМОСИЯ — • Άντωμοσία, см. Διωμοσία, Диомосия … Реальный словарь классических древностей
ἀντωμοσιῶν — ἀντωμοσία oath fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντωμοσίαις — ἀντωμοσία oath fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JURAMENTUM — in iudiciis et actionrbus, apud omnes semper gentes, cum circalitigantes, tum circa testes, non exigui usûs fuit: Unde Arist. μετα θείας παραλήφεως φάσις ἀναποδεικτος, cum divina sibi assumptione Dictio non demonstrabilis, Rhetoric. ad Alex.c. 18 … Hofmann J. Lexicon universale
διωμοσία — διωμοσία, η (AM) μσν. συνωμοσία αρχ. ο όρκος που έδιναν οι διάδικοι κατά την ανάκριση, ο κατήγορος (προωμοσία) και ο κατηγορούμενος (αντωμοσία) … Dictionary of Greek